- ὑπερμαινόμενος
- ὑπερμαίνομαιto bepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρμαργος — ον, Α (μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπερμαργότερος (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπερμαινόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μάργος «μανιακός, παράφρονας, ορμητικός»] … Dictionary of Greek